αεροσκοπία

αεροσκοπία
η (Μ ἀεροσκοπία)
η αερομαντεία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + σκοπῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀεροσκοπίαν — ἀεροσκοπίᾱν , ἀεροσκοπία divination by observing the heavens fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερομαντεία — Είδος μαντικής που στηρίζεται σε παρατηρήσεις των όσων συμβαίνουν στον εναέριο χώρο. Τη χρησιμοποιούσαν όλοι σχεδόν οι λαοί από την αρχαιότητα έως τον Μεσαίωνα. Υλικό του είδους της μαντικής αυτής ερμηνείας αποτελούσαν διάφορα φυσικά φαινόμενα:… …   Dictionary of Greek

  • αεροσκοπικός — ή, ό [αεροσκόπος] ο αναφερόμενος στην αεροσκοπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”